ρύομαι

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

(I)
ῥύομαι ΝΜΑ
(αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ
β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ' ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῡ τεθνηκότος» — λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα, απάλλαξέ μας από κάθε μίασμα που προέρχεται από τον πεθαμένο, Σοφ.)
αρχ.
1. προστατεύω, υπερασπίζω («ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν... ὄφρα σφιν νῆάς τε θοὰς...ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. (για βασιλείς, ηγεμόνες ή και για χοιροβοσκούς, φύλακες) επιτηρώ, φυλάγω
3. κρατώ, συγκρατώ κάποιον ώστε να μην φύγει, εμποδίζω, αναχαιτίζω
4. αποκρούω, απομακρύνω
5. σώζω από ασθένεια, θεραπεύω
6. (χωρίς τη σημ. της προστασίας) καλύπτω («ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός», Ομ. Οδ.)
7. ελευθερώνω με λύτρα
8) μτφ. παρέχω αντιστάθμισμα («ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐρύω (ΙΙ)].———————— (II)
Α
σύρω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐρύω (Ι)].