σαμαράς
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
ο, Ν
κατασκευαστής σαμαριών, σαγματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].