σανδαλίσκος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδαλίσκος Medium diacritics: σανδαλίσκος Low diacritics: σανδαλίσκος Capitals: ΣΑΝΔΑΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sandalískos Transliteration B: sandaliskos Transliteration C: sandaliskos Beta Code: sandali/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ -κον Blass):—also σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. -ίσκα, Hippon.18.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰλίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ σάνδαλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.

Greek Monolingual

ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α
υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].