σβουριχτός

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σβουρίζω
1. περιστρεφόμενος
2. μτφ. γρήγορος και δυνατός
3. το θηλ. ως ουσ. η σβουριχτή
δυνατό χαστούκι.