Σελλοί

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σελλοί Medium diacritics: Σελλοί Low diacritics: Σελλοί Capitals: ΣΕΛΛΟΙ
Transliteration A: Selloí Transliteration B: Selloi Transliteration C: Selloi Beta Code: *selloi/

English (LSJ)

οἱ, Selli, ancient inhabitants of Dodona, guardians of the oracle of Zeus,

   A ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Il.16.234; τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν . . Σελλῶν S.Tr.1167; ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας E.Fr.367, cf. Arist.Mete.352b2, Str.7.7.10. (Pi. (Fr.59) understood ἀμφὶ δέ σ' Ἑλλοί in Il. l.c., but this is an error acc. to Aristarch., cf. Hsch. s.v. Σελλήεις, though countenanced by Id.s.v. Ἕλλα and Ἕλα, where it is apparently derived from Lacon. ἕλλα seat (sc. of Zeus at Dodona).)

Greek (Liddell-Scott)

Σελλοί: οἱ, ἐξ ἀρχῆς κάτοικοι τῆς Δωδώνης, φύλακες τοῦ μαντείου τοῦ Διός, ἠναγκασμένοι νὰ διάγωσι βίον τραχὺν καὶ ἀσκητικόν, Σελλοὶ ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 234· τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν Σελλῶν Σοφ. Τραχ. 1167· ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ’ οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας Εὐρ. Ἀποσπ. 368, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 15, Στράβ. 328. (Ὁ Πίνδ. ἔχει Ἑλλοί, ὅπερ εἶναι τύπος ἀδελφικὸς τῆς αὐτῆς λέξεως, συγγενὲς τῷ Ἕλλην, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 81· ὁ Κούρτ. ὑπαινίσσεται ὡς ῥίζαν τὸ ῥῆμα ἅλλομαι παραβάλλων τὸ Λατ. Salii ἐκ τοῦ salio· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὴν ἱερὰν τοῦ Διὸς ἕδραν ἐν Δωδώνῃ· «Ἕλλα· καθέδρα, καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ» (ἴδε ἔλα παρὰ τῷ αὐτῷ), πρβλ. σέλμα, Λατ. sell-a).

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Selles, prêtres de Zeus à Dodone, ou anciens habitants de Dodone.
Étymologie: pê apparenté à ἅλλομαι, cf. Salii.

English (Autenrieth)

the Selli, priests of Zeus at Dodōna, Il. 16.234†.

Greek Monolingual

oἱ, Α
κάτοικοι της Δωδώνης, φύλακες του μουσείου του Διός, που ήταν υποχρεωμένοι να ζουν ασκητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για ιλλυρικό τ. με σημ. «ιερουργός, θύτης», που συνδέεται με το γοτθ. saljan «προσφέρω, θυσιάζω». Για την σύνδεση του τ. με την λ. Ἕλληνες βλ. λ.].