σκληροπάρειοι
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
οι, Ν
ζωολ. οι σκορπιονοειδείς οστεοϊχθύες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleroparei (< σκληρός + παρειά)].