ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
Νσοδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εισοδιάζω, με σίγηση του αρκτικού / i /].