σουβλατζής
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
Greek Monolingual
ο, Ν
ιδιοκτήτης σουβλατζήδικου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].