συνδέχομαι
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A receive as a guest, POxy.1162.8 (iv A.D.).
Greek Monolingual
Α δέχομαι
υποδέχομαι ή περιποιούμαι κάποιον ως ξένο.