συμμάζεμα
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
Greek Monolingual
το, Ν συμμαζεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμαζεύω, συγκέντρωση σκόρπιων κυρίως πραγμάτων στο ίδιο σημείο
2. (ιδίως σχετικά με αγροτικά προϊόντα) συγκομιδή
3. τακτοποίηση, συγύρισμα («το δωμάτιό σου θέλει γερό συμμάζεμα»)
4. σύσφιγξη, σύμπτυξη («το μανίκι θέλει λίγο συμμάζεμα»)
5. περιποίηση της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου, καλλωπισμός
6. μτφ. χαλιναγώγηση, περιορισμός («πολύ αέρα πήρε ο νεαρός και χρειάζεται συμμάζεμα»).
Greek Monolingual
το, Ν συμμαζεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμαζεύω, συγκέντρωση σκόρπιων κυρίως πραγμάτων στο ίδιο σημείο
2. (ιδίως σχετικά με αγροτικά προϊόντα) συγκομιδή
3. τακτοποίηση, συγύρισμα («το δωμάτιό σου θέλει γερό συμμάζεμα»)
4. σύσφιγξη, σύμπτυξη («το μανίκι θέλει λίγο συμμάζεμα»)
5. περιποίηση της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου, καλλωπισμός
6. μτφ. χαλιναγώγηση, περιορισμός («πολύ αέρα πήρε ο νεαρός και χρειάζεται συμμάζεμα»).