συνδιάθεσις
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, gemeinschaftliche Stimmung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιάθεσις: ἡ, κοινὴ διάθεσις, συμφωνία ὁμοθυμία, Διονύσ. Ἀλεξ. 1241Β.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, ΜΑ συνδιατίθημι
ομοθυμία, συμφωνία.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, ΜΑ συνδιατίθημι
ομοθυμία, συμφωνία.