χοϊκός

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοϊκός Medium diacritics: χοϊκός Low diacritics: χοϊκός Capitals: ΧΟΪΚΟΣ
Transliteration A: choïkós Transliteration B: choikos Transliteration C: choikos Beta Code: xoi+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χοῦς B)

   A of earth or clay, 1 Ep.Cor.15.47; κόνις Ph. 2.673.    II of the age to take part in the festival of χόες, IG3.1342.

German (Pape)

[Seite 1361] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χοϊκός: -ή, -όν, (χοῦς Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, πήλινος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε χοῦς (Α) ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait de terre.
Étymologie: χόος².

English (Strong)

from χόος; dusty or dirty (soil-like), i.e. (by implication) terrene: earthy.

English (Thayer)

χοικη χοικον (χοῦς, which see), made of earth, earthy: γυμνοί τούτους τοῦ χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; (Hippolytus haer. 10,9, p. 314,95).)

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ [χοῡς (II)]
φτειαγμένος από χώμα, από πηλό («ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός», ΚΔ)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία κατάλληλη για να πάρει μέρος στην εορτή τών Χοών
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ χοϊκαί
πιθ. η εορτή τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.