φρούρηση

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

η / φρούρησις, -ήσεως, ΝΜΑ φρουρῶ
η ενέργεια του φρουρώ, φύλαξη (α. «κρίθηκε απαραίτητη η φρούρηση του κτηρίου» β. «ὑπὲρ τῆς γεγονυίας ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων στρατείας φρουρήσεως», επιγρ.).