τενεκετζής
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
και ντενεκετζής, ο, Ν
τεχνίτης που κατασκευάζει και επιδιορθώνει σκεύη από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke-ci (βλ. και -τζής, πρβλ. σουβλα-τζής)].