υπερλάμπω
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
υπερτερώ ως προς τη λαμπρότητα
αρχ.
1. λάμπω υπέρμετρα
2. υπερέχω ως προς τη μεγαλοπρέπεια
3. σκορπίζω λάμψη σε κάτι.