σφίξιμο

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. πίεση κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, περίσφιγξη, συμπίεση
2. το να γίνεται κάτι πιο πηχτό
3. ένταση προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφιξα του σφίγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξ-ιμό)].