νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Full diacritics: ὑπομνημᾰτοφύλαξ | Medium diacritics: ὑπομνηματοφύλαξ | Low diacritics: υπομνηματοφύλαξ | Capitals: ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΦΥΛΑΞ |
Transliteration A: hypomnēmatophýlax | Transliteration B: hypomnēmatophylax | Transliteration C: ypomnimatofylaks | Beta Code: u(pomnhmatofu/lac |
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A keeper of archives, Cod.Just.12.37 (38).19 Intr.
ὑπομνηματοφύλαξ: ὁ, ὁ τὰ μνήματα φυλάσσων (actuarius) Cod. Justin. XII, 38, 19.
-ακος, ὁ, Μ
φύλακας τών αρχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόμνημα, -ατος + φύλαξ (πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].