χοντροδουλεύω

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

Ν
1. κάνω ένα σκληρό επάγγελμα
2. φτειάχνω κάτι βιαστικά και κακότεχνα
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χοντροδουλεμένος, -η, -ο
ακαλαίσθητος, κατεργασμένος με άκομψο και άτεχνο τρόπο.