Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
[Seite 1121] den Tityos tödtend, Callim. Dian. 110.
ος, ον :
meurtrier de Tityos.
Étymologie: Τιτυός, κτείνω.
-ον, Α
αυτός που φόνευσε τον Τιτυό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτυός + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.