τιτυοκτόνος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

German (Pape)

[Seite 1121] den Tityos tödtend, Callim. Dian. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier de Tityos.
Étymologie: Τιτυός, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φόνευσε τον Τιτυό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτυός + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.