Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
η, Ν
ιατρ. ενδοφλέβια έγχυση μεγάλης ποσότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phleboclysis (< φλέβα + κλύση)].