σχετλίως
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
adv.
durement, cruellement, difficilement, avec peine;
Sp. σχετλιώτατα.
Étymologie: σχέτλιος.
Α
επίρρ. βλ. σχέτλιος.