σχοινοδρόμος
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ὁ,
A rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.
German (Pape)
[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.