δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ὑμνολογῶ, -έω, ΝΜΑ ὑμνολόγοςλέγω ή ψάλλω εκκλησιαστικούς ιδίως ύμνουςνεοελλ.εγκωμιάζω, εξυμνώ.