εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ΜΑ ἐλαύνωμσν.μτφ. υπερτερώαρχ.ελαύνω πέρα ή πάνω από κάποιον.