λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
ο, θηλ. υπνοβάτιδα και υπνοβάτισσα, η, Ν
αυτή που υπνοβατεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης. Η λ., μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].