υψηλόνους
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
-ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, -ον, Α
1. υψηλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουν
κομπορρημοσύνη, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθό-νους)].