φιλοπεύστης
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = φιλοπευθής, Ptol.Tetr.160.
German (Pape)
[Seite 1283] ὁ, = φιλοπευθής, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, = φιλοπευθής, Πτολεμ. Τετράβ. 160.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. φιλοπευθής.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φιλοπευθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)].