χασμός
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
German (Pape)
[Seite 1340] ὁ, = χάσμη, Hippocr., l. d. statt σχασμός.
Greek (Liddell-Scott)
χασμός: ὁ, χάσμημα, χασμοῖς ἀκαίροις τοῦ στόματος Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. σ. 199.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
χασμουρητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω + κατάλ. -μός
(πρβλ. φραγ-μός)].