ακαδημαϊκότητα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
η ακαδημαϊκός
1. η ιδιότητα του ακαδημαϊκού, αυτού δηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία
2. ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας ενός έργου, ο ακαδημαϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. academisme < academique < λατ. λ. academicus < λατ. academia < ελλ. Ἀκαδήμεια, Ἀκαδημία].