ἀκή

From LSJ
Revision as of 17:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκή Medium diacritics: ἀκή Low diacritics: ακή Capitals: ΑΚΗ
Transliteration A: akḗ Transliteration B: akē Transliteration C: aki Beta Code: a)kh/

English (LSJ)

(A), ἡ, (cf. ἀκίς)

   A point, Hsch., Suid.
ἀκή (B), ἡ, (cf. ἀκᾷ)

   A silence, ἀκὴν ἔχεν Mosch.2.18; ἀκὴν ἦγες Hsch.
ἀκή (C), ἡ, (cf. ἀκέομαι)

   A healing, Hp.Mochl.21, cf.Hum.1.

German (Pape)

[Seite 71] ἡ, die Spitze, nur bei VLL.; vgl. ἀκωκή. ἀκίς. acuo. S. auch ἀκήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκή: ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) μετὰ τριῶν σημασιῶν. Ι. αἰχμή, (πρβλ. ἀκίς, ἄκων, ἄκαινα, ἄκανος, ἀκόνη, ἄκρος, ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. ἀκαχμένος, ὡσαύτως ἀκωκή. Ἴσως δὲ καὶ ἀκμή, αἰχμή, Σανσκρ. açan (βέλος), âçus (ταχύς), Ζενδικ. aku (ἀκωκή), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. σιγή, ἡσυχία, σιωπή, (πρβλ. ἀκήν, ἀκέων, ἀκᾶ, ἄκασκα, ἀκασκαῖος, ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. θεραπεία, (ὁπόθεν ἀκέομαι, ἴσως δὲ καὶ αἰκάλος, αἰκάλλω), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, καθότι ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων ἔννοια εἶναι ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
pointe.
Étymologie: cf. ἀκίς.
2ῆς (ἡ) :
silence.
Étymologie: DELG les dérivés, archaïques et rares, expriment plus l’idée de « douceur » que l’idée de « silence » ; à rattacher pê à ἦκα.
3ῆς (ἡ) :
action de secourir, de porter remède.
Étymologie: cf. ἀκέομαι.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): jón. ἠκή Archil.111, dór. ἀκά Hsch.
1 punta, filo, fig. ἵστη κατ' ἠκὴν κύματός τε κἀνέμου se situó en el filo del oleaje y del viento Archil.l.c.
de la lanza ἀ. σιδήρου Hsch., Phot.α 739, Sud.
2 táct. extremo de la falange Hsch.l.c.
quizá fig. por meton. batalla Hsch.

• Etimología: Cf. ἄκων, -οντος, ὁ.
-ῆς, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
I silencio, quietud, calma ἀκὴν ἔχε Call.Fr.238.9, ἄλλοι ἀκὴν ἔχον A.R.3.521, ἑζομένη δ' ἐπὶ δηρὸν ἀκὴν ἔχεν Mosch.2.18, ἀκὴν ἦγες Hsch., Phot.α 739.
II como adv.
1 en ac. en silencio ἴσαν Il.4.429, ἔσαν Od.2.82, Ἀκὴν ἔμεναι παρὰ ἔργῳ Od.21.239, ἀκὴν ἧνται A.R.2.1086
en la fórmula πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ todos en silencio se quedaron callados, Il.3.95, 7.92, Od.8.234, Orph.A.826.
2 en dat. en voz baja, con suavidad ἀκᾷ δ' ἀνταγόρευσεν Pi.P.4.156.

• Etimología: Quizá rel. c. ἦκα ‘dulcemente’ y ἥκιστος, etc. y c. lat. segnis.

Greek Monotonic

ἀκή: ἡ, ως ουσ. αναφέρεται σε δύο σημασίες:
I. αιχμή, (από όπου ἀκίς, ἄκων, ἀκονή, ἀκαχμένος, ἀκωκή, αἰχμή· πρβλ. Λατ. acus, acuo, acies).
II. σιγή, σιωπή, ησυχία, ηρεμία, (απ' όπου ἀκήν, ἀκέων, ἀκασκαῖος, ἦκα), κατεύνασμα, θεραπεία (απ' όπου ἀκέομαι).