ἀστράβη

From LSJ
Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰβη Medium diacritics: ἀστράβη Low diacritics: αστράβη Capitals: ΑΣΤΡΑΒΗ
Transliteration A: astrábē Transliteration B: astrabē Transliteration C: astravi Beta Code: a)stra/bh

English (LSJ)

ἡ,

   A mule's saddle, an easy padded saddle, used by effeminate persons (Sch.D. l.c. infr.), ἐπ' ἀστράβης ἂν ὠχούμην Lys.24.11; ἐπ' ἀστράβης ὀχούμενος ἀργυρᾶς (v.l. ἐξ Ἀργούρας) D.21.133; τῶν ὑποζυγίων τὰ τριχώματα γίνεται λευκὰ ἐκ προστρίψεων τῆς ἀστράβης Arist.Col.interpol.post 798a19; εὐτελῶς ἐπ' ἀστράβης Macho ap.Ath.13.582c; μαλακίζομαι ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς Luc.Lex.2: prov., σοφόν γ' ὁ βοῦς ἔφασκεν ἀστράβην ἰδών, Com.Adesp.563.—Expld. as εἶδος ἁμάξης in Hdn.Gr.1.308; as the pommel of a saddle, EM159.50, Hsch.; of the mule itself, Id., Harp., Eust.1625.40.    2 Δημοσθένους ἀ., a kind of surgical appliance, Heliod. ap. Orib.49.4.34.

German (Pape)

[Seite 376] ἡ, 1) ein hölzerner Saumsattel, zum Festpacken der Lasten; ἐπ' ἀστράβης ὀχεῖσθαι Lys. 24, 11 Dem. Mid. 133, auf einem solchen Sattel, nach Harpocr. auf einem so gesattelten Maulthiere reiten, wie es Sp., z. B. Ath., gewiß nahmen. Nach Schol. Dem. mit ἀστραβής zusammenhd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστράβη: ἡ, (ἀστρᾰβὴς) τὸ ἐπίδαγμα ἡμιόνου, σάγμα «σαγμάρι» ἀναπαυτικὸν ὅπερ συνήθως μετεχειρίζοντο ἁβροδίαιτοι ἄνθρωποι· ἀλλ’ ἐκ τῶν χωρίων ἔνθα ὑπάρχει ἡ λέξις φαίνεται ὅτι ἡ ἀστράβη ἦτο καὶ εἶδος ὀχήματος, εἰ γὰρ ἐκεκτήμην οὐσίαν ἐπ’ ἀστράβης ἂν ὠχούμην, ἀλλ’ οὐκ ἐπ’ ἀλλοτρίους ἵππους ἀνέβαινον Λυσ. 169. 13· ἐπ’ ἀστράβης ὀχούμενος ἀργυρᾶς Δημ. 558. 16· ἡ Γναθαίνιον εἰς Πειραιᾶ κατέβαινε πρὸς ξένον τινὰ ἔμπορον ἐραστὴν εὐσταλῶς ἐπ’ ἀστράβης τὰ πάντ’ ἔχουσ’ ὀνάρια μεθ’ ἑαυτῆς τρία Μάχων παρ’ Ἀθην. 582Β· μαλακίζομαι ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθεὶς Λουκ. Λεξιφ. 2. - Κατὰ τὸν Ἁρποκρατ. «ἀστράβη: ἡ ἡμίονος· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου, μήποτε δὲ καὶ πᾶν ὑποζύγιον ἐφ’ οὗ ἄνθρωποι ὀχοῦνται οὕτως ἐκαλεῖτο». - Κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «ἀστράβη· τὸ ἐπὶ τῶν ἵππων ξύλον, ὃ κρατοῦσιν οἱ καθεζόμενοι, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἀναβατικῶν ὄνων, οἱ δὲ κατὰ τὸ πλεῖστον μὲν τὴν σωματηγὸν ἡμίονον οὕτως ἔλεγον· ἐνίοτε δὲ πάντα ἁπλῶς τὰ σωματηγοῦντα + ὑποζυγοῦντα». - «ἀστράβη ξύλον ὄρθιον τοῖς δίφροις τῶν ἁρμάτων εἰς ὃ ἐπικεκύφασιν οἱ ἡνίοχοι ἐλῶντες… ἀστράβη καὶ ἡ σέλα δὲ ὡς ἀστράβη τηροῦσα τοῖς νώτοις ἐγκαθέζεσθαι τῶν ἵππων τὸν ἱππέα» Τζέτζ. Ἱστ. 9. 847 κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bât, selle.
Étymologie: ἀ, στρέφω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 silla de mula con respaldo de especial comodidad ἐπ' ἀστράβης ἂν ὠχούμην Lys.24.11, ἐπ' ἀστράβης δὲ ὀχούμενος D.21.133, μαλακίζομαι ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς Luc.Lex.2, ἀστράβη εἶδος ἀμάξης Hdn.Gr.1.308, cf. PCair.Zen.659.13 (III a.C.), Alciphr.4.18.17, Macho 389, Hsch., EM 159.50G.
silla de mula tít. de una obra de Plauto, Gell.11.7.5
por extensión la mula así ensillada, Eust.1625.40.
2 medic. Δημοσθένους ἀ. silla de Demóstenes cierto aparato reductor, Heliod. en Orib.49.4.34.
3 tabla para poner los pies, Gloss.4.406.

• Etimología: Etim. dud. Quizá deriv. de ἀστραβής q.u.

Greek Monolingual

η (AM ἀστράβη)
αρχ.-μσν.
1. το σαμάρι του μουλαριού
2. ο σκελετός του σαμαριού
3. το μουλάρι
νεοελλ.
εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους.
αρχ.
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η σύνδεση με τον τ. αστραβής «ίσος, σταθερός», η οποία βασίστηκε στην άποψη ότι η αστράβη ήταν σαμάρι που κρατούσε τον καβαλάρη σε ευστάθεια, δεν φαίνεται ικανοποιητική. Η λ. αστράβη δηλώνει τη ξύλινη σέλα που τοποθετούσαν στα γαϊδούρια ή στα μουλάρια κυρίως ως κάθισμα. Κατά τον Ησύχιο όμως ο όρος χαρακτηρίζει την άκρη του ξύλινου αυτού καθίσματος από την οποία κανείς κρατιέται. Τέλος, η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το ίδιο το μουλάρι.
ΠΑΡ. αρχ. αστραβεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. αστραβηλάτης].

Greek Monotonic

ἀστράβη: ἡ, σαμάρι μουλαριού, αναπαυτικά φοδραρισμένη σέλα, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).