τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
[Seite 405] = οὗτινος, s. ὅστις.
ὅττεο: ὅττευ, Ἐπικ. γεν. τοῦ ὅστις.
gén. épq. de ὅστις.
ὅττεο: ὅτ-τευ, Επικ. αντί οὗ-τινος, γεν. του ὅστις.