εἴθε

From LSJ
Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴθε Medium diacritics: εἴθε Low diacritics: είθε Capitals: ΕΙΘΕ
Transliteration A: eíthe Transliteration B: eithe Transliteration C: eithe Beta Code: ei)/qe

English (LSJ)

Ep. αἴθε,

   A v. εἰ A. εἰθεῖν· μαθεῖν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 725] vgl. αἴθε, wenn doch, o daß doch! – a) c. optat., wenn die Erfüllung des Wunsches möglich ist; ἃς ἡβώοιμι Od. 14, 468; vgl. 2, 33; so Tragg. u. Prosa, z. B. Xen. Hell. 4, 1, 38. – b) c. indicat. impf. u. aor., wenn die Unmöglichkeit der Erfüllung ausgedrückt werden soll; εἴθε σοι τότε συνεγενόμην Xen. Mem. 1, 2, 46; εἴθ' ἔμ' ἐδέξω Aesch. Ag. 1537; Men. bei Poll. 10, 187; sp. D.; auch mit inf., Antip. Th. 35 (IX, 408); Crinag. 20 (IX, 284); att. εἴθ' ὤφελον, s. ὀφείλω.

Greek (Liddell-Scott)

εἴθε: Δωρ. αἴθε (ὡς συνήθως παρ’ Ὁμ.), ἐπὶ εὐχῆς, ἴδε σύνδεσμον εἰ Α. VI. 3.

French (Bailly abrégé)

conj.
plaise ou plût aux dieux que ! εἴθε σοι τότε συνεγενόμην XÉN plût aux dieux que j’eusse été avec toi ; αἴθ’ dor. ὤφελες, plût aux dieux que tu.
Étymologie: εἰ, -θε.

English (Autenrieth)

would that! Oh, that! See αἴθε.

Spanish (DGE)

interj. ojalá
a) c. opt., tanto en deseos reales como irreales εἴθ' ὣς ἡβώοιμι ¡ojalá fuera tan joven!, Il.7.157, εἴ. οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν Od.2.33, Ζεῦ πάτερ, εἴ. γένοιτο θεοῖς φίλα τοῖς μὲν ἀλιτροῖς ὕβριν ἁδεῖν Thgn.731, εἴ. δὲ μὴ χρῄζοις Ps.Phoc.33;
b) expr. deseo irreal de pas. c. aor. ind. ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴ. μ' ἐδέξω ¡oh, tierra, tierra!, ¡ojalá me hubieras recibido! A.A.1537, εἴ. σοι ... τότε συνεγενόμην X.Mem.1.2.46
y c. inf. εἴ. σε μὴ θνητοῖσι γενέσθαι πῆμα ποθεινόν Ps.Phoc.45, cf. AP 9.284 (Crin.);
c) reforzado por otras partíc. εἰ γάρ· εἴθε γάρ Hsch., cf. Phot.α 504, εἴ. γάρ, ἔφη, πάντα τὰ δένδρα τοιοῦτον καρπὸν ἤνεγκεν Diog.202, εἴ. γὰρ ἠδυνάμην PSI 1103.15 (II/III d.C.), cf. Aesop.215.1, Sch.A.Th.550-551a
por ὡς: εἴ. ὡς τρώγει, οὕτως καὶ περιεπάτει Hierocl.Facet.37, ἡ συναφθεῖσά μοι ὡς εἴ. μήποτε γαμετή mi esposa en mala hora unida a mí, PMasp.153.6 (VI d.C.); v. tb. s.uu. αἴθε y εἰ.

Greek Monolingual

και είθες και είθενες (AM εἴθε, Α και επικ. αἴθε
Μ και ἔθε)
μόριο που εκφράζει ευχή, άμποτε, μακάρι
νεοελλ.
είθε να (με υποτ. για ευχή που μπορεί να εκπληρωθεί ή οριστ. ιστορ. χρόνου για ανεκπλήρωτη ευχήείθε να μην είχα γεννηθεί»)
αρχ.
(με το ὤφελον και απρμφ. σε ανεκπλήρωτη ευχή) «εἴθ' ὤφελ' Ἀργοῡς μὴ διαπτάσθαι σκάφος... ἐς αἶαν» — που να μην έσωνε η Αργώ να φτάσει στην Κολχίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ει].

Greek Monotonic

εἴθε: Επικ. και Δωρ. αἴθε, επιφών., μακάρι! Λατ. utinam· βλ. εἰ Α. II. I.