ἰδίᾳ

From LSJ
Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

German (Pape)

[Seite 1235] s. ἴδιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίᾳ: ἴδε ἴδιος VI. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ἴδιος.

Greek Monolingual

επίρρ. βλ. ίδιος (II).

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰδίᾳ, Α και ιων. τ. ἰδίῃ) επίρρ. ιδιαιτέρως, χωριστάοὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. ιδία του επιθ. ίδιος].

Greek Monotonic

ἰδίᾳ: βλ. ἴδιος IV. 2.