εὐεξία
English (LSJ)
ἡ, (εὐέκτης)
A good habit of body, good health, Hp.Aph.1.3 (pl.); σαρκός E.Fr.201; εὐ. τῶν σωμάτων καὶ καχεξία Pl.Grg.450a, cf. Arist.EN1129a19, Top.105a31; εὐ. πολιτική bodily vigour required of a citizen, Id.Pol.1335b6; ὑγίεια καὶ εὐ. Pl.R.559a: pl., εὐεξίαι τῶν σωμάτων Id.Prt.354b, cf. Aeschin.1.189, Plb.1.57.1, v.l. in Isoc.4.1; περὶ εὐεξίας (opp. ὑγίεια, as temporary high condition to permanent health), title of work by Gal.4.750, 1.408, Thras.12; νικᾶν εὐεξίαν, εὐεξίᾳ, SIG1060 (iv/iii B.C.), 1061 (ii B.C.). II generally, vigour, good condition, ὑγίεια καὶ κάλλος καὶ εὐ. ψυχῆς Pl.R.444d; τῆς πολιτείας Plb.20.4.1; φωνῆς Plu.2.804b, etc. 2 skill, ability, περὶ τὸ ἐπιτάδουμα SIG721.12 (Delos, ii B.C.); εὐ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς Plb.3.6.12.
German (Pape)
[Seite 1064] ἡ, gute Beschaffenheit, Wohlbefinden, σώματος Plat. Prot. 354 b, καὶ ὑγίεια Rep. VIII, 559 a, vgl. εὐεκτικός; Aesch. 1, 189 τοὺς γυμναζομένους γιγνώσκομεν εἰς τὰς εὐεξίας αὐτῶν ἀποβλέποντες; im plur. auch Isocr. 4, 1; Arist. Eth. 5, 1 sagt εὐεξία sei πυκνότης σαρκός, so daß man immer an den gekräftigten u. geübten Körper denken muß; Kraft u. Gewandtheit bedeutet es bei Pol. 1, 57, 1. 60, 10; bei Plut. Mar. 13 vom Maulesel; ψυχῆς Plat. Rep. IV, 444 d; von der Staatsverfassung Xen. Lac. 8, 1; vgl. Pol. 20, 4, 1; Ggstz καχεξία, Plat. Gorg. 450 a.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεξία: ἡ, (εὐέκτης) καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, καλὴ κατάστασις τῆς ὑγείας, ἐντελὴς ὑγεία, εὐρωστία, ἀντίθετον τῷ καχεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1242· σαρκὸς Εὐρ. Ἀποσπ. 200· εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία Πλάτ. Γοργ. 450Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5· εὐεξία καὶ ὑγίεια Πλάτ. Πολ. 559Α· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 41Α, Αἰσχίν. 26. 43· εὐεξίαι τῶν σωμάτων Πλάτ. Πρωτ. 354 Β. ΙΙ. καθόλου, ῥώμη, ἰσχύς, καλὴ κατάστασις, τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 414D· τῆς πολιτείας Ξεν. Λακ. 8. 1· πολιτική Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 12· φωνῆς Πλούτ. 2. 804Β, κτλ.· εὐ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς, ἱκανότης, δεξιότης εἰς τὰ πολεμικά, Πολύβ. 3. 6, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne constitution.
Étymologie: εὖ, ἔχω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐεξία) ευεκτός
η καλή κατάσταση του σώματος, η καλή κατάσταση της υγείας («εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία», Πλάτ.)
νεοελλ.
η καλή οικονομική κατάσταση, η υλική ευημερία
αρχ.
η επιδεξιότητα, η ικανότητα («εὐεξία ἐν τοῑς πολεμικοῑς», Πολ.).
Greek Monotonic
εὐεξία: ἡ (ἕξις), καλή κατάσταση του σώματος, καλή κατάσταση της υγείας, ευρωστία, σε Πλάτ.· γενικά, ρώμη, σφρίγος, θαλερότητα, στον ίδ.