κατωμαδόν

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωμαδόν Medium diacritics: κατωμαδόν Low diacritics: κατωμαδόν Capitals: ΚΑΤΩΜΑΔΟΝ
Transliteration A: katōmadón Transliteration B: katōmadon Transliteration C: katomadon Beta Code: katwmado/n

English (LSJ)

Adv., (ὦμος)

   A from the shoulders, μάστιγι κ. ἤλασεν ἵππους Il.15.352, cf. 23.500.    II on or hanging from the shoulders, A.R.2.679; δωρηθεὶς ἐνετῇσι κ. ἠλέκτροιο BCH50.529 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1407] von den Schultern her, auf der Schulter; μάστι δ' αἰὲν ἔλαυνε κατωμαδόν Il. 15, 352. 23, 500, er schlug mit der Peitsche über die Schultern der Pferde; Andere erkl. mit zurückgebogener Hand von den Schultern her ausholend, vgl. κατωμάδιος. Ap. Rh. 2, 679 ἰοδόκη τετάνυστο κατωμαδόν, hing von der Schulter herab.

Greek (Liddell-Scott)

κατωμᾰδόν: Ἐπίρρ. (ὦμος) ἐκ τῶν ὤμων, μάστιγι κατ. ἤλασεν ἵππους, ἐμαστίγωσε τοὺς ἵππους φέρων τὸν βραχίονα ὀπίσω πρὸς τὸν ὦμον, ἵνα τὸ κτύπημα γίνῃ δυνατώτερον, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «κατὰ τὸν ὦμον τῶν ἵππων», Ἰλ. Ο. 352, πρβλ. Ψ. 500, καὶ ἴδε ἐπωμαδόν, κατωμάδιος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὤμων ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 679.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ramenant le bras près de l’épaule.
Étymologie: κατά, ὦμος, -δον.

English (Autenrieth)

(ὦμος): (down) from (over) the shoulder, of the whip as used by the driver, or ‘down on the shoulders’ of the horses. (Il.)

Greek Monolingual

κατωμαδόν (ΑΜ)
επίρρ. με εξάρτηση από τους ώμους
αρχ.
πάνω στους ώμους, πάνω στη ράχη («ὧς εἰπὼν μάστιγι κατωμαδὸν ἤλασεν ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὠμαδ-όν «πάνω στους ώμους»].

Greek Monotonic

κατωμᾰδόν: επίρρ. (ὦμος), από τους ώμους, με το χέρι τραβηγμένο πίσω στον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ.