φυγαδεύω

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδεύω Medium diacritics: φυγαδεύω Low diacritics: φυγαδεύω Capitals: ΦΥΓΑΔΕΥΩ
Transliteration A: phygadeúō Transliteration B: phygadeuō Transliteration C: fygadeyo Beta Code: fugadeu/w

English (LSJ)

Elean φυγᾰδείω Schwyzer 424.1 (iv B. C.):—

   A banish, X.HG2.3.42, 5.4.19; ἐκ τῆς πόλεως D.40.32; δεῦρ' αὐτὸν (sc. Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Aristopho 11.7: opp. ὀστρακίζω, Arist.Pol.1288a25; metaph., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Luc.Am.38:—Pass., X.HG2.4.14, D.S.14.32, etc.; πεφυγαδευμένοι Plu.Ant.15.    II intr., live in banishment, SIG175.20 (Delph., iv B. C.), Schwyzer 424.6 (Elis, iv B.C.), LXXPs.54(55).8: fut. φυγαδεύσομαι POxy.1477.15 (iii/iv A. D.), Plb.10.22.1.

German (Pape)

[Seite 1311] 1) aus dem Lande verjagen, verweisen, ἐκ τῆς πόλεως Dem. 40, 32; Pol. 4, 35, 5 u. öfter, u. Sp. – 2) intrans., ein Verbannter sein, in der Verbannung leben, Pol. 10, 35, 1; s. Lob. Phryn. p. 385.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδεύω: κάμνω τινὰ φυγάδα, ἀποδιώκω ἔκ τινος χώρας, ἐξορίζω, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ ὀστρακίζω, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι φυγάς, ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐφυγάδευσα, pf. Pass. πεφυγάδευμαι;
chasser, bannir, exiler ; οἱ πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.
Étymologie: φυγάς.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φυγαδείω Α φυγάς, -άδος]
νεοελλ.
βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει
μσν.-αρχ.
1. εκδιώκω, εξορίζωοὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ' ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον πρέπον», Αριστοτ.)
2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς», παπ.)
3. (αμτβ.) είμαι εξόριστος, ζω στην εξορία
αρχ.
μτφ. απομακρύνω, παραμερίζω, ιδίως λόγω περιφρόνησης («καὶ τὸ θῆλυ τοῡ βίου φυγαδεύεις», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

φῠγᾰδεύω: μέλ. -σω (φυγάς), απομακρύνω από κάποια χώρα, εξορίζω, σε Ξεν., Δημ.