ὀρχηδόν
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
Adv., (ὄρχος)
A in a row, one after another, man by man, λάξεσθαι Hdt.7.144 ; wrongly explained as = ἄνδρας καὶ παῖδας, γυναῖκας δὲ οὔ, Sch.Aristid.3.597,599 D.; also, = ἡβηδόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 389] der Reihe nach, Mann für Mann, Her. 7, 144.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηδόν: Ἐπίρρ. (ὄρχος) καθ’ ἕνα ἕκαστον ἄνδρα, κατ’ ἄνδρα, κατὰ κεφαλήν, Λατ. viritim, Ἡρόδ. 7. 144· ὡς τὸ ἡβηδὸν καὶ τὸ Ὁμηρ. ἀνδρακάς, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστείδ. 3. 597, 599.
French (Bailly abrégé)
adv.
par rangées, homme par homme.
Étymologie: ὄρχος, -δον.
Greek Monolingual
ὀρχηδόν (Α)
επίρρ. βλ. ορχιδόν.
Greek Monotonic
ὀρχηδόν: (ὄρχος), επίρρ., σε σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, άντρας προς άντρα, Λατ. viritim, σε Ηρόδ.