λευκοχίτωνος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A white-coated, ἥπατα Batr.37.
Greek Monolingual
λευκοχίτωνος, -ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα.
Greek Monotonic
λευκοχίτωνος: [ῐ], -ον, ὁ, ἡ, ντυμένος με λευκό χιτώνα, σε Βατραχομ.