παραληπτός

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραληπτός Medium diacritics: παραληπτός Low diacritics: παραληπτός Capitals: ΠΑΡΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: paralēptós Transliteration B: paralēptos Transliteration C: paraliptos Beta Code: paralhpto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b.    II deserving of inclusion, Chrysipp.Stoic.3.17.

German (Pape)

[Seite 487] angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παραληπτός: -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.