τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ὀξέως: Ἐπίρρ. ἴδε ὀξὺς V.
adv.1 avec finesse ou acuité (voir, comprendre, etc.);2 rapidement;Cp. ὀξυτέρως, Sp. ὀξύτατα.Étymologie: ὀξύς.
ὀξέως: επίρρ. του ὀξύς.