συνεπανίστημι
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek (Liddell-Scott)
συνεπανίστημι: συνεπεγείρω, κάμνω τινὰ νὰ ἐγερθῇ ἐναντίον ἄλλου ὁμοῦ, ἐξεγείρω, Θεοδοτ. ἐν Παλ. Διαθ. (Ναοὺμ Α΄, 11). ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπαναστατῶ, συνεπαναστάντες… ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 84, Θουκ. 1. 132· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 3. 61· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. 1. 59· τινι μετά τινος, ἐναντίον τινὸς μετά τινος ἄλλου, συνεπαναστάντες τοὺς μὲν ἐξηλάσαμεν Διον. Ἁλ. 6. 74. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.
Greek Monolingual
Α
1. κάνω κάποιον να εξεγερθεί εναντίον άλλου
2.(συν. το παθ.) συνεπανίσταμαι- εξεγείρομαι, επαναστατώ από κοινού με άλλον («συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπανίστημι «εξεγείρω, ξεσηκώνω»].
Greek Monolingual
Α
1. κάνω κάποιον να εξεγερθεί εναντίον άλλου
2.(συν. το παθ.) συνεπανίσταμαι- εξεγείρομαι, επαναστατώ από κοινού με άλλον («συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπανίστημι «εξεγείρω, ξεσηκώνω»].
Greek Monotonic
συνεπανίστημι:I. υποκινώ κάποιον να εξεγερθεί εναντίον κάποιου από κοινού.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, επαναστατώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ.· τινι ή ἅμα τινι, σε Ηρόδ.