ἐπικαμπύλος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A crooked, curved, ὤμους in the shoulders, h.Merc.90; ἐ. κᾶλα Hes.Op.427.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recourbé, voûté.
Étymologie: ἐπί, καμπύλος.
Greek Monotonic
ἐπικαμπύλος: [ῠ], -ον, καμπυλωτός, λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.