ὀπισθοφυλακέω
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
A guard the rear, form the rearguard, X.An. 3.3.8, J.AJ14.15.8 ; of the pillar of cloud, Ph.2.109. II command it, X.An.2.3.10, etc.
German (Pape)
[Seite 358] ein ὀπισθοφύλαξ sein, die Nachhut haben, Xen. An. 3. 3, 8, von Soldaten, wie vom Heerführer, 2, 3, 10; Hdn. 8, 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοφῠλακέω: φυλάττω τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀποτελῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 8. ΙΙ. διοικῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, αὐτόθι 2. 3, 10, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être à l’arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.
Greek Monotonic
ὀπισθοφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω,
I. φρουρώ τα νώτα, απαρτίζω την οπισθοφυλακή, σε Ξεν.
II. διοικώ οπισθοφυλακή, στον ίδ.