τετράπλεθρος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον,
A consisting of four plethra, Plb.6.27.2.
German (Pape)
[Seite 1098] vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, συγκείμενος ἐκ τεσσάρων πλέθρων, ὥστε τὸ ἐμβαδὸν γίγνεσθαι τετράπλεθρον Πολύβ. 6. 27, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre arpents.
Étymologie: τέσσαρες, πλέθρον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πλέθρον (πρβλ. ἑξά-πλεθρος)].
Greek Monotonic
τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερα πλέθρα, σε Πολύβ.