Ἀττικισμός

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀττῐκισμός Medium diacritics: Ἀττικισμός Low diacritics: Αττικισμός Capitals: ΑΤΤΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: Attikismós Transliteration B: Attikismos Transliteration C: Attikismos Beta Code: *)attikismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A siding with Athens, loyalty to her, Th.3.64, 4.133.    II = foreg., Alciphr.2.4: pl., ibid., cf. Cic.Att.4.19.1.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀττικισμός: ὁ, τὸ Ἀττικίζειν, τὸ λαμβάνειν τὸ μέρος τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 3. 64., 4. 133. ΙΙ. = τῷ προηγ., Ἀλκίφρ. 2. 4, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 4. 17.

Greek Monotonic

Ἀττικισμός: ὁ, συμπαράταξη με το μέρος των Αθηναίων, προσήλωση σε αυτούς, σε Θουκ.