δυσφιλής

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφῐλής Medium diacritics: δυσφιλής Low diacritics: δυσφιλής Capitals: ΔΥΣΦΙΛΗΣ
Transliteration A: dysphilḗs Transliteration B: dysphilēs Transliteration C: dysfilis Beta Code: dusfilh/s

English (LSJ)

ές,

   A hateful, δάκος A.Ag.1232; γαμήλευμα Id.Ch.624; γέρων S.OC1258, etc.

German (Pape)

[Seite 690] ές, schlecht geliebt, d. i. gehaßt, verabscheut; Aesch. Ch. 615 u. öfter; θεοῖς 628; βία Eum. 54; πίνος Soph. O. C. 1260.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφῐλής: -ές, μισητός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1232, Χο. 624, Σοφ. Ο. Κ. 1258, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
odieux.
Étymologie: δυς-, φιλέω.

Spanish (DGE)

(δυσφῐλής) -ές
odioso, δάκος A.A.1232, λιμός A.A.1641, γαμήλευμα A.Ch.624, ἐκ δ' ὀμμάτων λείβουσι δυσφιλῆ λίβα sus ojos destilan un flujo odioso ref. la sangre, de las Harpías, A.Eu.54, πίνος S.OC 1258.

Greek Monolingual

δυσφιλής, -ές (Α)
μισητός.

Greek Monotonic

δυσφῐλής: -ές (φιλέω), μισητός, απεχθής, σε Αισχύλ., Σοφ.