ἐπακολουθέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A follow close upon, follow after, pursue, τινί Ar.V. 1328, Pl.Ap.23c, al.; move with, τῷ ἄλλῳ σώματι Hp.Fract.16; ἐ. ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ X.Cyr.7.3.8. 2 pursue as an enemy, Th.4.128,5.65, X.An.[4.1.1], etc. 3 attend to, follow mentally, understand, τῷ λόγῳ Pl.Phd.107b; τοῖς λεγομένοις Id.Lg.861c; αὐτοῖς λέγουσι Id.Sph.243a; κάλλιστ' ἐπακολουθεῖς Id.Lg.963a, etc. 4 attend to, follow, i.e. obey or comply with, ταῖς τῶν συμμάχων γνώμαις Isoc.6.90; τοῖς πάθεσι D.26.18; αὐτῶν τῇ προαιρέσει Philipp. ap. D.18.167; ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐ. follow them (as authorities), Isoc.11.38: c. dat.pers., Arist.EN1096b7. 5 attend to, i.e. execute, a task, τῷ πραττομένῳ Pl.R.370c; wait upon, of bees, τοῖς βασιλεῦσι Arist.GA 760b15. 6 supervise, attend to, τῇ ἐγχύσει τοῦ γλεύκους PPetr.2p.136 (iii B.C.), cf. PAmh.2.40.24 (ii B.C.), etc.: abs., POxy.1024.33 (ii A.D.), etc. 7 concur, PFay.24.19 (ii A.D.). 8 verify, check, PEleph.10.8 (iii B.C.), PGen.22.1 (i A.D.), etc. II accompany, result, accrue, τινί Phld.Ir.p.59 W., al.: βλάβος, ζημία ἐ., PRyl.126.19 (i A.D.), BGU3.14 (iii A.D.). 2 τὰ ἐπακολουθοῦντα σημεῖα confirmatory, authenticating signs (cf. 1.7), Ev.Marc.16.20. 3 of the offspring of cattle, πρόβατα σὺν τοῖς -οῦσι ἄρνασι POxy.245.11 (i A.D.), cf. 244.9 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 896] darauf, nachfolgen, τινί, Ar. Vesp. 1328; Plat. Phil. 27 a u. öfter; vom Feinde, verfolgen, Thuc. 4, 128, Xen. u. A. – Auch von leblosen Dingen, nachgeben, ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ Xen. Cyr. 7, 3, 8; – μέμψις τινὶ ἔκ τινος Pol. 30, 9, 10. Uebertr., τοῖς λεγομένοις Isocr. 15, 56; λόγῳ Plat. Theaet. 168 e; λέγουσι, im Ggstz von ἀπολείπεσθαι, mit dem Verstande folgen, verstehen, Soph. 243 a. – Im Handeln nachfolgen, Etwas nach einem Anderen thun, Xen. Hell. 7, 1, 40; – τοῖς πάθεσι, nachgeben, Dem. 26, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπακολουθέω: ἀκολουθῶ ἀμέσως ἢ ἐκ τοῦ πλησίον τινά, διώκω, τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1328, Πλάτ. Ἀπολ. 23C, κ. ἀλλ.· - ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Θουκ. 5. 65, κτλ.· καὶ ἅμα ἐδεξιοῦτο αὐτὸν καὶ ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν (ἐξυπ. τῇ τοῦ Κύρου δεξιᾷ)· ἀπεκέκοπτο γὰρ κοπίδι ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων Ξεν. Κύρ. 7. 3, 8. 2) καταδιώκω ἐχθρόν, Θουκ. 4. 128, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1, κτλ. 3) παρακολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, νοῶ, καταλαμβάνω, καθ’ ὅσον δυνατὸν μάλιστ’ ἀνθρώπῳ ἐπακολουθῆσαι Πλάτ. Φαίδων 107Β· τοῖς λεγομένοις ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 861C· τοῖς λέγουσι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 243Α· κάλλιστ’ ἐπακολουθεῖς ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 936Α, κτλ, 4) ἕπομαι, ἤτοι ὑπακούω, συμμορφοῦμαί τινι, τοῖς πάθεσι Δημ. 805. 24˙ αὐτῶν τῇ προαιρέσει Φίλιππος παρὰ Δημ. 284. 6˙ ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐπ. Ἰσοκρ. 228D. 5) παρακολουθῶ τι ἢ ἀφοσιοῦμαι εἴς τι, ἀλλ’ ἀνάγκη τὸν πράττοντα τῷ πραττομένῳ ἐπακολουθεῖν μὴ ἐν παρέργου μέρει Πλάτ. Πολ. 370Β˙ ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐπηκολούθουν;
1 suivre de près, poursuivre : τινι qqn ; abs. poursuivre l’ennemi;
2 suivre l’impulsion de qqn.
Étymologie: ἐπί, ἀκολουθέω.
English (Strong)
from ἐπί and ἀκολουθέω; to accompany: follow (after).
English (Thayer)
ἐπακολούθω; 1st aorist ἐπηκολούθησα; to follow (close) upon, follow after; in the N. T. only metaphorically, τοῖς ἴχνεσι τίνος, to tread in one's footsteps, i. e. to imitate his example, προάγω, to go before; the meaning Isaiah , 'the sins of some men are manifest now, even before they are called to account, but the misdeeds of others are exposed when finally judgment is held'; cf. Huther (or Ellicott) at the passage); ἔργῳ ἀγαθῷ, to be devoted to good works, Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato, and following; occasionally in the Sept..)
Greek Monotonic
ἐπᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω,
1. παρακολουθώ από κοντά κάποιον, τον έχω υπό στενή παρακολούθηση, κ.λπ.
2. καταδιώκω, κυνηγώ εχθρό, στον ίδ. κ.λπ.
3. παρακολουθώ νοητικά, κατανοώ συλλογισμό, τῷ λόγῳ, σε Πλάτ.
4. ακολουθώ, δηλ. συμμορφώνομαι, τοῖς πάθεσι, σε Δημ.