εὐσεβής

From LSJ
Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσεβής Medium diacritics: εὐσεβής Low diacritics: ευσεβής Capitals: ΕΥΣΕΒΗΣ
Transliteration A: eusebḗs Transliteration B: eusebēs Transliteration C: efsevis Beta Code: eu)sebh/s

English (LSJ)

ές (dat. pl. -

   A σεβέοις IG5(1).1390.5 (Andania)), (σέβω) pious, religious, opp. δυσσεβής (q.v.), Thgn.1141, Hdt.2.141, Pi.O.3.41; τρόπος Ar.Ra. 457 (lyr.): not common in early Prose, Gorg.Fr.6D., Pl.Phlb.39e; dutiful, esp. discharging sacred duties, πρός or ἔς τινα, A.Supp.340, E. El.253; ἀνὴρ εὐ. (v.l. εὐλαβής) κατὰ τὸν νόμον Act.Ap.22.12; εὐ. καὶ φοβούμενος τὸν θεόν ib.10.2: c.acc. modi, -εστέρα χεῖρα more righteous in act, A.Ch.141; εὐσεβεῖς κἀξ εὐσεβῶν βλαστόντας S.El.589; ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος, of a place in the nether world, Pl.Ax.371c; ἐν εὐσεβέων (sc. χώρῳ) Call.Epigr.12, cf. Sammelb.2048 (ii b.c.).    b Astrol., αἱ τῶν εὐσεβῶν μοῖραι Cat.Cod.Astr.8(4).227.    2 as epith. of Emperors, = Pius, IGRom.3.91 (iii A.D.), al., PGrenf.1.49.28 (iii A.D.), PHamb.1.13.2 (iii A.D.), etc.; esp. of Antoninus Pius, IGRom.3.1293, al.    b of taxes, etc., due to the Emperor, BGU917.15 (iv A.D.), etc.    3 metaph., of a piece of land, dutiful, i.e. productive, ἀγρὸν -έστερον γεωργεῖν οὐδ' ἕνα οἶμαι Men.Georg.35.    II ofacts, things, etc., holy, sacred, ταῦτά μοὐστὶν εὐσεβῆ θεῶν πάρα A.Ch.122; εὐ. χρηστηριον E.El.1272; ἐν εὐσεβεῖ [ἐστι] c.inf., Id.Hel.1277; τὸ εὐ., = εὐσέβεια, S.OC1125, E.Tr.43; τὸ ὑμέτερον εὐ. Antipho 5.96; τοὐμὸν εὐ. E.Hipp.656; τιτῶν ἐν ἀνθρώποις εὐσεβῶν παραβαίνειν Philipp. ap. D.18.157.    III Adv. εὐσεβέως, Att. -βῶς, Pi.O.6.79, etc.; εὐσεβῶς ἔχει, for εὐσεβές ἐστι, S.OT1431, D.19.212: Comp. -έστερον X.Mem. 4.3.16: Sup. -έστατα Isoc.4.33.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσεβής: -ές, (σέβω) Λατ. pius, ὡς καὶ νῦν, θρῆσκος, εὐλαβής, ὅσιος, ἀντίθετον τῷ δυσσεβὴς (ὃ ἴδε), Θέογν. 1137, Ἡρόδ. 2. 141, Πινδ. Ο. 3. 73, καὶ Ἀττ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φιλ. 39Ε: πιστὸς εἰς τὰ ἑαυτοῦ καθήκοντα, ἰδίως ἐκπληρῶν ἱερὰ καθήκοντα, πρὸς ἢ ἔς τινα Αἰσχύλ. Ἱκ. 339, Εὐρ. Ἠλ. 253

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 pieux, qui marque des sentiments de piété (religieuse ou filiale, etc.) ; τὸ εὐσεβές la piété;
2 p. ext. innocent, irréprochable en gén;
Cp.
εὐσεβέστερος, Sp. εὐσεβέστατος.
Étymologie: εὖ, σέβομαι.

English (Slater)

εὐσεβής
   1 dutiful, pious εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντας μακάρων τελετάς (O. 3.41) “Πηλέι ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” (I. 8.40) adv., -έως. έως, ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν εὐσεβέως (O. 6.79)

Spanish

piadoso

English (Strong)

from εὖ and σέβομαι; well-reverent, i.e. pious: devout, godly.

English (Thayer)

ἐυσεβες (εὖ and σέβομαι), pious, dutiful (toward God (A. V. devout, godly); εὐσεβέω): R G; Theognis), Pindar, Tragg., Aristophanes, Plato, others; thrice in the Sept. for נָדִיב noble, generous, צַדִּיק, 1st century B.C.?)) (Cf. Trench, § xlviii.)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσεβής, -ές, Μ και εὐσεβός, -όν)
1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος
2. εκείνος που τον διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ»)
3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ.λπ.
νεοελλ.
φρ. «εὐσεβεῑς πόθοι» — επιθυμίες ή επιδιώξεις που δεν ανακοινώνονται φανερά και είναι πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν
μσν.-αρχ.
1. άγιος, ιερόςθρησκεία εὐσεβὴς και θεία»)
2. επίθετο, τιμητική προσφώνηση αυτοκρατόρων ή υψηλών προσώπων (α. «ἡ ἀγαθή... εὐσεβεστάτη βασίλισσα...» β. «Ἀντωνῑνος ὁ Εὐσεβής»)
3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσεβές
η ευσέβεια
αρχ.
1. δίκαιος
2. (για αγρό) εύφορος
3. φρ. α) «ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος» — ο κάτω κόσμος, ο Αδης
β) «φόρος ευσεβής» — φόρος που έχει επιβληθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
επίρρ...
ευσεβώς (ΑΜ εὐσεβῶς, Α και εὐσεβέως)
με ευσέβεια, με σεβασμό προς τον θεό
μσν.-αρχ.
1. ορθά, σωστά («τοὺς καρποὺς πλήρεις γεγονέναι οὐκ ἄν εὐσεβῶς λέγοιμεν ἔργον εἶναι τῶν γεωργῶν ἀλλ' ἔργον τοῡ Θεοῡ»)
2. σύμφωνα με την ορθόδοξο πίστη («τῶν εὐσεβῶς και πιστῶς βασιλευσάντων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σεβής (< σέβας), πρβλ. α-σεβής, θεο-σεβής. Η λ. στην αρχ. ελλ. σήμαινε «τον πιστό στα καθήκοντά του» και κυρίως στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η σημασία αυτή διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική, στην οποία η λ. χρησιμοποιείται για κάποιον που δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό προς τα θεία].

Greek Monotonic

εὐσεβής: -ές (σέβω), Λατ. pius·
I. ευλαβής, θρήσκος, θεοσεβής, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· εὐσεβὴς χεῖρα, δίκαιος στην πράξη, στα έργα, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πράξεις, πράγματα κ.λπ., άγιος, καθαγιασμένος, ιερός, θρησκευτικός, στον ίδ., σε Ευρ.· εὐσεβές (ἐστι), με απαρ., σε Ανθ.· ομοίως και, ἐν εὐσεβεῖ (ἐστι), σε Ευρ.· τὸ εὐσ. = εὐσέβεια, σε Σοφ. κ.λπ.
III. επίρρ. εὐσεβέως, Αττ. -βῶς, σε Πίνδ. κ.λπ.· εὐσεβῶς ἔχει αντί εὐσεβές ἐστι, σε Σοφ.· συγκρ. -έστερον, σε Ξεν.· υπερθ. -έστατα, σε Ισοκρ.