θηγάνω
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
A = θήγω, restored by Herm. in A.Ag.1535 from Hsch., cf. EM450.13.
German (Pape)
[Seite 1206] = θήγω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θηγάνω: θήγω, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1535 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
c. θήγω.
Greek Monolingual
θηγάνω (Α) θήγω
ακονίζω, οξύνω.
Greek Monotonic
θηγάνω: = θήγω, σε Αισχύλ.